κολίας

κολίας

κολίας, , eine Art Thunfisch; Ar. fr. 365; Ath. III, 120 f; Arist. H. A. 8, 13.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κολίας — κολίᾱς , κολίας coly mackerel masc acc pl κολίᾱς , κολίας coly mackerel masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολίας — ο (Α κολίας) είδος τού ψαριού σκόμβρος, κολιός νεοελλ. ζωολ. πολύχρωμες πεταλούδες τών οποίων οι κάμπιες προκαλούν ζημιές σε διάφορα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα ίας*, που απαντά συχνά σε ονομασίες ζώων και ειδικά ψαριών …   Dictionary of Greek

  • Βυτινιώτης, Κόλιας — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Αρματολός και κλέφτης από τη Βυτίνα. Σε δημοτικά άσματα αναφέρεται ως εκπρόσωπος της παλικαριάς και σύγχρονος του Μαντά από το Αρκουδόρεμα, του Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, του Μπότσικα Κολοκοτρώνη και άλλων αρματολών της… …   Dictionary of Greek

  • κολίαι — κολίας coly mackerel masc nom/voc pl κολίᾱͅ , κολίας coly mackerel masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολιᾶν — κολίας coly mackerel masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολιῶν — κολίας coly mackerel masc gen pl κολιός green woodpecker masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολίαις — κολίας coly mackerel masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολίην — κολίας coly mackerel masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολία — κολίᾱ , κολίας coly mackerel masc nom/voc/acc dual κολίας coly mackerel masc voc sg κολίᾱ , κολίας coly mackerel masc voc sg (attic) κολίᾱ , κολίας coly mackerel masc gen sg (doric aeolic) κολίας coly mackerel masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολιός — (I) ο (Α κολιός) νεοελλ. ζωολ. γένος κολιόμορφων πτηνών τής οικογένειας coliidae αρχ. είδος δρυοκολάπτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. κελεός «πράσινος δρυοκολάπτης»]. (II) ο 1. το ψάρι σκόμβρος ο κολίας 2. παροιμ. α) «κάθε πράμα στον καιρό του κι… …   Dictionary of Greek

  • κολίαν — κολίᾱν , κολίας coly mackerel masc acc sg (attic epic doric aeolic) κολίας coly mackerel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”