κηλίς — κηλίς, ῑδος, ἡ (Α) βλ. κηλίδα … Dictionary of Greek
κηλίς — κηλί̱ς , κηλίς stain fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλῖδα — κηλίς stain fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλῖδας — κηλίς stain fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλῖδες — κηλίς stain fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλῖδι — κηλίς stain fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλῖδος — κηλίς stain fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλῖσι — κηλίς stain fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλῖσιν — κηλίς stain fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλῖδ' — κηλῖδα , κηλίς stain fem acc sg κηλῖδι , κηλίς stain fem dat sg κηλῖδε , κηλίς stain fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
прокуда — дурацкая выходка, ущерб, вред; плут , прокудить проказить, бедокурить , кудь ж. злой дух, колдовство , ст. слав. коудити, коуждѫ δυσφημεῖν, прокоудити λυμαίνειν, διαφθείρειν, συλᾶν, прокоуда κηλίς, φθόρος (Супр.), цслав. прокуда колдовство… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера