- κολάστρια
κολάστρια, ἡ, fem. zu κολαστήρ, Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολάστρια, ἡ, fem. zu κολαστήρ, Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολάστριαν — κολάστρια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστήρ — κολαστήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. κολάστειρα και κολάστρια (Α) κολαστής, τιμωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολάζω + επίθημα τήρ / τῆρος (πρβλ. βλασ τήρ, στεγασ τήρ)] … Dictionary of Greek
κολαστής — ο, θηλ. κολάστρια (AM κολαστής) [κολάζω] 1. αυτός που τιμωρεί κάποιον, τιμωρός, παιδευτής («oἱ τῶν ἀδικούντων κολασταί», Λυσ.) 2. βασανιστής νεοελλ. αυτός που παρασύρει σε αμαρτία, αυτός που προκαλεί το κόλασμα, το αμάρτημα … Dictionary of Greek