- κηλάστρα
κηλάστρα, ἡ, ein immer grünender Baum, calastrus, Theophr. Bei Hesych. ein Melkgefäß.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηλάστρα, ἡ, ein immer grünender Baum, calastrus, Theophr. Bei Hesych. ein Melkgefäß.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηλάστρα — κηλάστρα, ἡ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «κηλάστραι σκαφίδες, ἀγγεῑα ποιμενικά» 2. το φυτό πρίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κήλαστρος] … Dictionary of Greek
κηλάστραι — κηλάστρᾱͅ , κηλάστρα milk pail fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήλαστρος — (I) κήλαστρος, ἡ (Α) το φυτό πρίνος, κηλάστρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήλασ τρος / τρον. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. κήλαστρος / τρον κατά δέπασ τρον, ζύγασ τρον. Η λ.συνδέεται πιθ. με τον τ. κήλη, ενώ κατ άλλους προήλθε από τον τ. κήλον «βέλος, ξύλο», λόγω… … Dictionary of Greek