- κολάστειρα
κολάστειρα, ἡ, Iem. zu κολαστήρ; ἀμπλακίας Antp. Sid. 88 (VII, 425).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολάστειρα, ἡ, Iem. zu κολαστήρ; ἀμπλακίας Antp. Sid. 88 (VII, 425).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολάστειραν — κολάστειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστήρ — κολαστήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. κολάστειρα και κολάστρια (Α) κολαστής, τιμωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολάζω + επίθημα τήρ / τῆρος (πρβλ. βλασ τήρ, στεγασ τήρ)] … Dictionary of Greek