- κολοβή
κολοβή, ἡ, = Folgdm, Artemidor. 2, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολοβή, ἡ, = Folgdm, Artemidor. 2, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολοβή — κολοβή, ἡ (Α) [κολοβός] το κολόβιο* … Dictionary of Greek
κολοβοδιέξοδος — κολοβοδιέξοδος, ον (Α) (για τους αστέρες τών οποίων η ανατολή και η δύση είναι αόρατες λόγω τής ανατολής και τής δύσης τού Ηλίου) αυτός που έχει κολοβή διέξοδο («ὁμοίως δὲ τοὺς μέν τὴν ἑσπερίαν ἀνατολήν τῆς ἑῴας προχρονοῡσαν ἔχοντας [ἀστέρας] τῶν … Dictionary of Greek
κολουροειδώς — (Μ) (ε πίρρ.) με κολοβή ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κολουροειδής (< κόλουρος + ειδής*)] … Dictionary of Greek
κυληβίς — κυληβίς, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κολοβή» … Dictionary of Greek
μολουρίς — και, κατά το λεξ. Σούδα, μολυρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. είδος ακρίδας 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «μολουρίδες βατραχίδες καὶ τῶν σταχύων τὰ γόνατα» β) «μολουρίς αἰδοῑον κολοβὴ λόγχη ἢ μόλις οὐρῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το μόλουρος*] … Dictionary of Greek
πρύμη ή πρύμνη — Το πίσω άκρο ενός σκάφους και, κατ’ επέκταση, όλο το πίσω τμήμα, προς διάκριση από το κεντρικό και το πρωραίο. Η δομή της π. ποικίλλει ανάλογα με το αν τα πλοία είναι από ξύλο ή από σίδερο. Στα πρώτα, βασικό στοιχείο είναι το ποδόσταμο της π.,… … Dictionary of Greek