- κολλίκιος
κολλίκιος, von der Art od. Gestalt des κόλλιξ, ἄρτοι Ath. III, 112 f; auch τὸ κολλίκιον, Sp. – Vgl. κόλλαβος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολλίκιος, von der Art od. Gestalt des κόλλιξ, ἄρτοι Ath. III, 112 f; auch τὸ κολλίκιον, Sp. – Vgl. κόλλαβος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολλίκιος — κολλίκιος, ία, ον (AM) [κόλλιξ] το ουδ. ως ουσ. τὸ κολλίκιον μικρό κουλούρι, κουλουράκι αρχ. αυτός που μοιάζει με κόλλικα, με κουλούρι … Dictionary of Greek
κολλικίων — κολλίκιον neut gen pl κολλίκιος shaped fem gen pl κολλίκιος shaped masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλίκιον — neut nom/voc/acc sg κολλίκιος shaped masc acc sg κολλίκιος shaped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
κολλίκιον — τὸ (AM) βλ. κολλίκιος … Dictionary of Greek