- κολλίζω
κολλίζω, = κολλάω, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολλίζω, = κολλάω, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολλίζω — (Μ) [κόλλα] κολλώ … Dictionary of Greek
κολλίζει — κολλίζω pres ind mp 2nd sg κολλίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλιῶν — κολλίζω fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλίζειν — κολλίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεκόλλιζον — πρόσ κολλίζω imperf ind act 3rd pl πρόσ κολλίζω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκολλιζομένων — πρόσ κολλίζω pres part mp fem gen pl πρόσ κολλίζω pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκόλλιζε — πρόσ κολλίζω pres imperat act 2nd sg πρόσ κολλίζω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλιστής — κολλιστής, ὁ (Μ) [κολλίζω] κολλητής … Dictionary of Greek
κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek
προσκολλιζέσθω — πρόσ κολλίζω pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακολλίζοντες — ἀνά κολλίζω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)