- κολλυβιστικός
κολλυβιστικός, zum Geldwechsler gehörig, σύμβολα Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολλυβιστικός, zum Geldwechsler gehörig, σύμβολα Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολλυβιστικός — κολλυβιστικός, ή, όν (Α) [κολλυβιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κολλυβιστή, τον αργυραμοιβό … Dictionary of Greek