κολλυβιστής

κολλυβιστής

κολλυβιστής, , Geldwechsler; Lys. bei Poll. 7, 33; N. T.; von Phryn. p. 440 verworfen, der ἀργυραμοιβός vorzieht, obwohl Menand. das Wort gebraucht hat.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κολλυβιστής — small money changer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλυβιστής — ο (Α κολλυθιστής) [κολλυβίζω] αυτός που κάνει ανταλλαγές νομισμάτων, αργυραμοιβός, σαράφης («ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῡντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν κατέστρεψε», ΚΔ) νεοελλ. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι… …   Dictionary of Greek

  • κολλυβισταῖς — κολλυβιστής small money changer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλυβισταί — κολλυβιστής small money changer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλυβιστήν — κολλυβιστής small money changer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλυβιστῶν — κολλυβιστής small money changer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλυβιστάς — κολλυβιστά̱ς , κολλυβιστής small money changer masc acc pl κολλυβιστά̱ς , κολλυβιστής small money changer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Библейские денежные единицы — «Изгнание торгующих из храма». Николай Хабершрак, середина XV века Библейские денежные единицы  ближневосточные, древнегреческие, древнеримские и другие …   Википедия

  • κολλυβιστικός — κολλυβιστικός, ή, όν (Α) [κολλυβιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κολλυβιστή, τον αργυραμοιβό …   Dictionary of Greek

  • τραπεζίτης — ο, ΝΜΑ, και τραπεζείτης και τραπεζήτης και δωρ. τ. τραπεζίτας και βοιωτ. τ. τρεππεδίτας και θηλ. τραπεζῑτις, ίτιδος, Α αυτός που ασχολείται με το εμπόριο τού χρήματος και, στην αρχαία Ελλάδα, αυτός που είχε ως έργο την ανταλλαγή και τον δανεισμό… …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՏԱՎԱՃԱՌ — (ի, աց.) NBH 2 0058 Chronological Sequence: Early classical, 11c գ. κολλυβιστής nummularius, trapezita Լոմայափոխ, որ վաճառէ զհատս դրամոց, այսինքն փոխէ հանդերձ շահու իւիք. որ եւ սեղանաւոր ասի. ... *Զսեղանս հատավաճառացն կործանեաց: Զպղինձս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”