- κολουραῖος
κολουραῖος, = κόλουρος; πέτρα, ein jäher, abschüssiger Fels, Callim. frg. 66 bei Suid., der auch κοίλη, κεκαμμένη erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολουραῖος, = κόλουρος; πέτρα, ein jäher, abschüssiger Fels, Callim. frg. 66 bei Suid., der auch κοίλη, κεκαμμένη erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολουραίος — κολουραῑος, αίη, ον (Α) [κόλουρος] 1. κόλουρος* 2. φρ. «κολουραίη πέτρη» απότομος βράχος … Dictionary of Greek
κολουραίη — κολουραῖος steep fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολουραίῃ — κολουραῖος steep fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολουραία — κολουραίᾱ , κολουραῖος steep fem nom/voc/acc dual κολουραίᾱ , κολουραῖος steep fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολουραίαν — κολουραίᾱν , κολουραῖος steep fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)