γηθαλέος, freudig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γηθαλέος — γηθαλέος, α, ον (Α) [γηθέω] καταχαρούμενος, περιχαρής … Dictionary of Greek
γηθαλέους — γηθαλέος joyous masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)