- κλημάτινος
κλημάτινος, von Weinreben gemacht, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλημάτινος, von Weinreben gemacht, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλημάτινος — η, ο, θηλ. και ίνη (AM κλημάτινος, ίνη, ον) [κλήμα] κληματένιος («κλημάτινον πῦρ», Θέογν.) νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η κληματίνη η τέφρα από κλάδους αμπέλου … Dictionary of Greek
κληματίνων — κλημάτινος of vine twigs fem gen pl κλημάτινος of vine twigs masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλημάτινον — κλημάτινος of vine twigs masc acc sg κλημάτινος of vine twigs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληματίνη — κλημάτινος of vine twigs fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληματίνην — κλημάτινος of vine twigs fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληματίνης — κλημάτινος of vine twigs fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληματίνῃ — κλημάτινος of vine twigs fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
κληματίνωι — κληματίνῳ , κλημάτινος of vine twigs masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)