- κλονο-κάρδιος
κλονο-κάρδιος, herzerschütternd, Conj. in Orph. H. 18, 8 für χρονοκάρδιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλονο-κάρδιος, herzerschütternd, Conj. in Orph. H. 18, 8 für χρονοκάρδιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεοντοκάρδιος — λεοντοκάρδιος, ον (Μ) λεοντόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, κλονο κάρδιος] … Dictionary of Greek