κολυμβητήρ

κολυμβητήρ

κολυμβητήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm; δίκην κολυμβητῆρος ἐς βυϑὸν μολεῖν δεδορκὸς ὄμμα Aesch. Suppl. 403.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κολυμβητήρ — κολυμβητήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κολυμβώ] κολυμβητής* …   Dictionary of Greek

  • κολυμβητῆρος — κολυμβητήρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβητήριο — το ανοιχτός ή κλειστός χώρος, ειδικά διαμορφωμένος για να γίνονται προπονήσεις και αγώνες κολύμβησης και υδατοσφαίρισης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολυμβητήρ. Η λ., στον λόγιο τ. κολυμβητήριον, μαρτυρείται από το 1855 στον Γεώργιο Παγώνα] …   Dictionary of Greek

  • κολυμπώ — (AM κολυμπῶ, άω, Α δωρ. τ. κολυμφῶ, Μ και κολυμπῶ και μέσ. κολυμπῶμαι) επιπλέω και μετακινούμαι στο νερό με κατάλληλες κινήσεις τών άκρων («α. είναι 20 χρόνων και δεν ξέρει να κολυμπάει» β. «ἐκέλευσέ τε τοὺς δυναμένους κολυμβᾱν», ΚΔ) νεοελλ. μτφ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”