κολυμβητής

κολυμβητής

κολυμβητής, , der Taucher, Schwimmer; ἐςένεον δὲ καὶ κατὰ τὸν λιμένα κολυμβηταὶ ὕφυδροι Thuc. 4, 26; Mnaseas bei Ath. VII, 296 c; Arist. part. anim. 2, 16 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κολυμβητής — κολυμβητής, ο και κολυμπητής, ο θηλ. κολυμβήτρια αυτός που κολυμπά, αυτός που γνωρίζει να κολυμπά καλά: Είναι καλός κολυμβητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολυμβητής — diver masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβητής — ο θηλ. ήτρια (AM κολυμβητής) [κολυμβώ] αυτός που κολυμπάει ή που ξέρει να κολυμπάει (α. «ένας δεινός κολυμβητής έσωσε το παιδάκι από βέβαιο πνιγμό» β. «χειμερινός κολυμβητής» γ. «κολυμβῶσι... οἱ κολυμβηταί... ὅτι ἐπίστανται», Πλάτ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κολυμβηταῖς — κολυμβητής diver masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβηταί — κολυμβητής diver masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβητοῦ — κολυμβητής diver masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβητῇ — κολυμβητής diver masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβητήν — κολυμβητής diver masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβητῶν — κολυμβητής diver masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα …   Dictionary of Greek

  • κολυμβητά — κολυμβητά̱ , κολυμβητής diver masc nom/voc/acc dual κολυμβητής diver masc voc sg κολυμβητής diver masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”