κολυμβητικός

κολυμβητικός

κολυμβητικός, zum Tauchen od. Schwimmen gehörig; ἡ κολυμβητική, sc. τέχνη, die Taucherkunst, Plat. Soph. 220 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κολυμβητικός — ή, ό (AM κολυμβητικός, ή, όν) [κολυμβητής] 1. αυτός που αναφέρεται στον κολυμβητή ή στην κολύμβηση («κολυμβητικοί αγώνες») 2. το θηλ. ως ουσ. η κολυμβητική η τέχνη τής κολύμβησης νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κολυμβητικά ζωολ. υπόταξη… …   Dictionary of Greek

  • κολυμβητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κολύμβηση ή στον κολυμβητή: Το καλοκαίρι γίνονται κολυμβητικοί αγώνες. 2. το θηλ., κολυμβητική ως ουσ., σημαίνει την τέχνη του να επιπλέει κανείς στην επιφάνεια του νερού και να κινείται όπου θέλει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολυμβητικῆς — κολυμβητικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβητική — κολυμβητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”