γοητεία

γοητεία

γοητεία, , Zauberei, Gaukelei, Betrügerei; Plat. Conv. 202 e ἐπῳδὰς καὶ μαντείαν πᾶσαν καὶ γ., vgl. Legg. XI, 932; καὶ μαγεῖαι Plut. superst. 12; vom Redner Din. 1, 66. Nach VLL. ἐπὶ τῷ ἀνάγειν νεκρὸν δι' ἐπικλήσεως, ὅϑεν εἴρηται ἀπὸ τῶν γόων καὶ τῶν ϑρήνων τῶν περὶ τοὺς τάφους γενομένων, letztes schwerlich richtig, vgl. μαγεία u. φαρμακεία. Auch Sp., meist in bösem Sinne; καὶ ἀπάτη Pol. 4, 20, 5; vgl. 15, 17, 2; = ἀπάτη καὶ ψευδολογία Luc. Nigr. 15; ἡ τῆς φύσεως γ., wo der Mensch nicht mit klarem Bewußtsein handelt, Plotin. in Villois. Anecd. II p. 236; in gutem Sinne, Zauberer, nach Plut. sol. anim. 3 p. 143 ἡδονῆς τῷ μὲν δι' ὤτων ὄνομα κήλησίς ἐστι, τῷ δὲ δι' ὀμμάτων γοητεία.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γοητεία — γοητείᾱ , γοητεία witchcraft fem nom/voc/acc dual γοητείᾱ , γοητεία witchcraft fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοητείᾳ — γοητείᾱͅ , γοητεία witchcraft fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοητεία — η (AM γοητεία) [γοητεύω] το να σαγηνεύει κανείς με την ομορφιά του, τους λόγους του ή άλλα χαρίσματα (αρχ. μσν.) απάτη …   Dictionary of Greek

  • γοητεία — η 1. ηιδιότητα του γόη, η σαγήνη: Ορισμένοι ηθοποιοί ασκούν ακαταμάχητη γοητεία στις γυναίκες. 2. μάγεμα, γητειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γοητείας — γοητείᾱς , γοητεία witchcraft fem acc pl γοητείᾱς , γοητεία witchcraft fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοητείαι — γοητείᾱͅ , γοητεία witchcraft fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοητείαν — γοητείᾱν , γοητεία witchcraft fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοητειῶν — γοητεία witchcraft fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοητεῖαι — γοητεία witchcraft fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοητείαις — γοητεία witchcraft fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοητείην — γοητεία witchcraft fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”