κλητικός

κλητικός

κλητικός, zum Rufen, zum Namen gehörig; ἡ κλητική, sc. πτῶσις, casus vocativus, Gramm.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλητικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλητικός — ή, ό (AM κλητικός, ή, όν) [κλητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλήση, στην πρόσκληση, αυτός που γίνεται με κλήση 2. επικλητικός 3. το θηλ. ως ουσ. γραμμ. η κλητική η πτώση με την οποία καλούμε ή προσφωνούμε κάποιον ή κάτι αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • κλητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλήση, αυτός που γίνεται με την κλήση: Αυτό είναι κλητικό επιφώνημα. 2. το θηλ. κλητική ως ουσ., σημαίνει την πτώση με την οποία καλούμε κάτι ή κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλητικά — κλητικός of neut nom/voc/acc pl κλητικά̱ , κλητικός of fem nom/voc/acc dual κλητικά̱ , κλητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλητικῶν — κλητικός of fem gen pl κλητικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλητικόν — κλητικός of masc acc sg κλητικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλητικαῖς — κλητικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλητικαί — κλητικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλητικοῖς — κλητικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλητικοί — κλητικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλητικοῦ — κλητικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”