- κομιστικός
κομιστικός, pflegend, stärkend, Hippocr.; führend, Harpocr., von Schiffen, aus Hyperid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κομιστικός, pflegend, stärkend, Hippocr.; führend, Harpocr., von Schiffen, aus Hyperid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κομιστικός — ή, ό (Α κομιστικός, ή, όν) [κομίζω] ο κατάλληλος να μεταφέρει κάτι νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κομιστικά οι δαπάνες μεταφοράς, τα μεταφορικά, τα κόμιστρα αρχ. 1. ο κατάλληλος για φροντίδα 2. (για τροφές και φάρμακα) δυναμωτικός … Dictionary of Greek
κομιστικά — κομιστικός fit for taking care of neut nom/voc/acc pl κομιστικά̱ , κομιστικός fit for taking care of fem nom/voc/acc dual κομιστικά̱ , κομιστικός fit for taking care of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομιστικόν — κομιστικός fit for taking care of masc acc sg κομιστικός fit for taking care of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομιστικοί — κομιστικός fit for taking care of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομιστικῷ — κομιστικός fit for taking care of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek