- κοδύ-μᾱλον
κοδύ-μᾱλον, τό, eine Apfelart, Quitte, nach Anderen die Mispel, Diosc., vgl. Ath. III, 81 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοδύ-μᾱλον, τό, eine Apfelart, Quitte, nach Anderen die Mispel, Diosc., vgl. Ath. III, 81 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοκκύμηλον — κοκκύμηλον, τὸ (Α) το δαμάσκηνο («στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης», Ιππών). [ΕΤΥΜΟΛ. Σημασιολογικώς συνδέεται με τη λ. κόκκος, ενώ το υ υποδηλώνει παρετυμολογική συσχέτιση τής λ. με το κόκκυξ. Στον σχηματισμό τού συνθέτου κοκκύμηλον επέδρασε … Dictionary of Greek