- κονιστικός
κονιστικός, ὄρνις, ein Vogel, der sich gern im Sande badet, Arist. H. A. 9, 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κονιστικός, ὄρνις, ein Vogel, der sich gern im Sande badet, Arist. H. A. 9, 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κονιστικός — κονιστικός, ή, όν (Α) [κονίω] (για πτηνά) αυτός που τού αρέσει να κυλιέται ή να κάθεται στη σκόνη … Dictionary of Greek
κονιστικός — liking to roll in the dust masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιστικοί — κονιστικός liking to roll in the dust masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)