κλείδωμα

κλείδωμα

κλείδωμα, τό, das Schloß, VLL. u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλείδωμα — fastening neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλείδωμα — το (Α κλείδωμα) [κλειδώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κλειδώνω, η ασφάλιση με κλειδί …   Dictionary of Greek

  • κλείδωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του κλειδώνω, το κλείσιμο με κλειδί: Δίνει μεγάλη προσοχή στο κλείδωμα της εξώπορτας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλειδώμασι — κλείδωμα fastening neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειδώμασιν — κλείδωμα fastening neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • επιπάκτωση — η κλείσιμο, κλείδωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + πακτώ (< πακτός) «κλείνω, στερεώνω»] …   Dictionary of Greek

  • κατακράτηση — Ποινικό αδίκημα, το οποίο διαπράττει όποιος στερεί την ελευθερία άλλου, κλείνοντάς τον σε περιορισμένο χώρο παρά τη θέλησή του ή περιορίζοντας τις κινήσεις του κατά οποιονδήποτε τρόπο. Τιμωρείται με φυλάκιση, ανάλογα με τη διάρκειά της. Οι νόμοι… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλοκλείδωμα — το (κατά την πάλη) λαβή τής κεφαλής τού αντιπάλου με την κλείδωση τού αγκώνα, με σκοπό την ακινητοποίηση της. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κλείδωμα (< κλειδώνω)] …   Dictionary of Greek

  • κλείδωση — η (AM κλείδωσις) [κλειδώ] το κλείδωμα νεοελλ. σημείο σύνδεσης ή άρθρωσης δύο πραγμάτων μεταξύ τους νεοελλ. μσν. η άρθρωση τών οστών (α. «κλείδωση τού χεριού». β. «κλείδωση στο γόνατο») …   Dictionary of Greek

  • κλείθρωσις — κλείθρωσις, ἡ (Μ) κλείδωση, σύγκλειση, κλείδωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεῖθρον, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *κλειθρόω / ῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”