- κηκίδιον
κηκίδιον, τό, dim. von κηκίς, Galläpfelchen; Hdn. epim. 65; Eust. 955, 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηκίδιον, τό, dim. von κηκίς, Galläpfelchen; Hdn. epim. 65; Eust. 955, 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηκίδιον — ink gall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηκιδίοις — κηκίδιον ink gall neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηκιδίου — κηκίδιον ink gall neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηκιδίων — κηκίδιον ink gall neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηκίδια — κηκίδιον ink gall neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηκίδι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 424 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο μέσο του νομού, 3 χλμ. ΝΑ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κομοτηνής. * * * το (ΑΜ κηκίδιον) η κηκίδα νεοελλ. ο καρπός τής κηκιδιάς … Dictionary of Greek