- κλείδωσις
κλείδωσις, ἡ, das Verschließen, Schol. Ar. Av. 1159 u. Vesp. 153.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλείδωσις, ἡ, das Verschließen, Schol. Ar. Av. 1159 u. Vesp. 153.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλειδώσεις — κλείδωσις fastening fem nom/voc pl (attic epic) κλείδωσις fastening fem nom/acc pl (attic) κλειδόω lock up aor subj act 2nd sg (epic) κλειδόω lock up fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείδωση — η (AM κλείδωσις) [κλειδώ] το κλείδωμα νεοελλ. σημείο σύνδεσης ή άρθρωσης δύο πραγμάτων μεταξύ τους νεοελλ. μσν. η άρθρωση τών οστών (α. «κλείδωση τού χεριού». β. «κλείδωση στο γόνατο») … Dictionary of Greek
κλειδώσεως — κλειδώσεω̆ς , κλείδωσις fastening fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)