- κοκκο-θραύστης
κοκκο-θραύστης, ὁ, der Kernbeißer, ein Vogel, Hesych. c
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοκκο-θραύστης, ὁ, der Kernbeißer, ein Vogel, Hesych. c
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρικυμιοθραύστης — ὁ, Μ αυτός πάνω στον οποίο σπάζουν τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρικυμία + θραύστης (< θραύω), πρβλ. κοκκο θραύστης] … Dictionary of Greek