- κοκκο-βαφής
κοκκο-βαφής, ές, = κοκκινοβαφής; Theophr.; Ael. H. A. 17, 38 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοκκο-βαφής, ές, = κοκκινοβαφής; Theophr.; Ael. H. A. 17, 38 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροκοβαφής — ές (Α κροκοβαφής, ές) κροκόβαπτος* αρχ. κιτρινωπός, ωχρός («ἐπὶ δὲ καρδίαν κροκοβαφὴς δράμε σταγών», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + βαφής < βάπτω (πρβλ. καρνο βαφής, κοκκο βαφής] … Dictionary of Greek