- κοκκάριον
κοκκάριον, τό, = κοκκίον, Ruf.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοκκάριον, τό, = κοκκίον, Ruf.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοκκάριον — pill neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκάρια — κοκκάριον pill neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκάρι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 973 κάτ.) της Σάμου. Βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή του νησιού, 10 χλμ. ΒΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαθέος του νομού Σάμου. Ο παραθαλάσσιος οικισμός Κοκκάρι στη Σάμο. * * * το (AM κοκκάριον) … Dictionary of Greek
κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… … Dictionary of Greek