- κοιράνειος
κοιράνειος, dem Herrscher gehörig; davon (κοιρανήϊος) κοιρανῇον κράτος, Herrschergewalt, Melinno bei Stob. Flor. 7, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιράνειος, dem Herrscher gehörig; davon (κοιρανήϊος) κοιρανῇον κράτος, Herrschergewalt, Melinno bei Stob. Flor. 7, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιρανήος — κοιρανῇος, ὁ, ἡ (Α) [κοίρανος] (δωρ. τ. αντί λ. κοιράνειος) 1. αυτός που ανήκει στον κοίρανο, στον βασιλιά 2. φρ. «κοιρανῇον κάρτος» ηγεμονική, βασιλική εξουσία … Dictionary of Greek