- γλισχρότης
γλισχρότης, ητος, ἡ, Zähigkeit, Klebrigkeit, μυξώδης Arist. H. A. 3, 11; Plut.; übertr., a) Kargheit, Geiz, Arist. Pol. 7, 5, Ggstz τρυφή. – b) Kleinlichkeitskrämerei, καὶ μικρολογία Plut. Them. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλισχρότης, ητος, ἡ, Zähigkeit, Klebrigkeit, μυξώδης Arist. H. A. 3, 11; Plut.; übertr., a) Kargheit, Geiz, Arist. Pol. 7, 5, Ggstz τρυφή. – b) Kleinlichkeitskrämerei, καὶ μικρολογία Plut. Them. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλισχρότης — stickiness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλισχρότητα — γλισχρότης stickiness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλισχρότητι — γλισχρότης stickiness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλισχρότητος — γλισχρότης stickiness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλισχρότητα — η (Α γλισχρότης) [γλίσχρος] 1. πενιχρότητα («η γλισχρότητα τών πόρων») αρχ. 1. η ιδιότητα τού κολλώδους, το να κολλάει κάτι 2. γλιστεράδα 3. φιλαργυρία, τσιγγουνιά … Dictionary of Greek