κοιρανῇος

κοιρανῇος

κοιρανῇος, s. κοιράνειος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοιρανήος — κοιρανῇος, ὁ, ἡ (Α) [κοίρανος] (δωρ. τ. αντί λ. κοιράνειος) 1. αυτός που ανήκει στον κοίρανο, στον βασιλιά 2. φρ. «κοιρανῇον κάρτος» ηγεμονική, βασιλική εξουσία …   Dictionary of Greek

  • κοίρανος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Κλείτου και πατέρας του γνωστού Κορίνθιου μάντη Πολυείδη. 2. Καταγόταν από την Πάρο. Η παράδοση αναφέρει ότι αγόρασε στο Βυζάντιο όλα τα δελφίνια που είχαν πιαστεί στα δίχτυα και τα έριξε πάλι στη θάλασσα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”