γοερός — mournful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοερός — ή, ό (AM γοερός και γοηρός, ά, όν) [γόος] με γόους, θρηνητικός αρχ. αξιοθρήνητος … Dictionary of Greek
γοερός — ή, ό επίρρ. ά θρηνητικός: Από μακριά ακουγόταν το γοερό κλάμα της χαροκαμένης μάνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γοερά — γοερός mournful neut nom/voc/acc pl γοερά̱ , γοερός mournful fem nom/voc/acc dual γοερά̱ , γοερός mournful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοερώτερον — γοερός mournful adverbial comp γοερός mournful masc acc comp sg γοερός mournful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοερῶν — γοερός mournful fem gen pl γοερός mournful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοερόν — γοερός mournful masc acc sg γοερός mournful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοερώτατον — γοερός mournful masc acc superl sg γοερός mournful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοήμονα — γοερός mournful neut nom/voc/acc pl γοερός mournful masc/fem acc sg γοήμων neut nom/voc/acc pl γοήμων masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοεραῖς — γοερός mournful fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοεραί — γοερός mournful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)