- κλεπτήρ
κλεπτήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, Maneth. 1, 311. 4, 304.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεπτήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, Maneth. 1, 311. 4, 304.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεπτήρ — κλεπτήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κλέπτω] κλέφτης, κλεφταράς … Dictionary of Greek
κλεπτῆρας — κλεπτήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεπτῆρες — κλεπτήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek