- κλεπτίδης
κλεπτίδης, ὁ, komisches Patronymikum zum Vorigen, Diebessohn, Pherecrat. bei Poll. 8, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεπτίδης, ὁ, komisches Patronymikum zum Vorigen, Diebessohn, Pherecrat. bei Poll. 8, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεπτίδης — κλεπτίδης, ὁ (Α) (κωμικό πατρών. τού κλέπτης) ο γιος τού κλέφτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + κατάλ. ίδης, δηλωτική τής καταγωγής (πρβλ. λαγωίδης, τυδε ΐδης)] … Dictionary of Greek
κλεπτίδης — Son of a Thief masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι … Dictionary of Greek