- κλεπτίζομαι
κλεπτίζομαι, ein Dieb sein, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεπτίζομαι, ein Dieb sein, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεπτίζομαι — (Μ) [κλέπτης] είμαι κλέφτης, κάνω τον κλέφτη, κλέβω … Dictionary of Greek
κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι … Dictionary of Greek