- κοιρανικός
κοιρανικός, den Herrscher betreffend, herrschend; λέοντες Opp. Cyn. 3, 41; ὀφϑαλμοί, die Augen des Herrschers, ih. 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιρανικός, den Herrscher betreffend, herrschend; λέοντες Opp. Cyn. 3, 41; ὀφϑαλμοί, die Augen des Herrschers, ih. 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιρανικός — κοιρανικός, ή, όν (Α) [κοίρανος] 1. βασιλικός, ηγεμονικός 2. μτφ. μεγαλοπρεπής, ευγενής (α. «κοιρανικοὶ λέοντες» β. «κοιρανικοὶ ὀφθαλμοί», Οππ.) … Dictionary of Greek
κοιρανικῶν — κοιρανικός royal fem gen pl κοιρανικός royal masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιρανικοῖς — κοιρανικός royal masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιρανικοῦ — κοιρανικός royal masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιρανικῇ — κοιρανικός royal fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίρανος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Κλείτου και πατέρας του γνωστού Κορίνθιου μάντη Πολυείδη. 2. Καταγόταν από την Πάρο. Η παράδοση αναφέρει ότι αγόρασε στο Βυζάντιο όλα τα δελφίνια που είχαν πιαστεί στα δίχτυα και τα έριξε πάλι στη θάλασσα.… … Dictionary of Greek