- γλαφυρότης
γλαφυρότης, ητος, ἡ, = γλαφυρία, übertr., Luc. Dem. 6 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλαφυρότης, ητος, ἡ, = γλαφυρία, übertr., Luc. Dem. 6 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλαφυρότητα — η (AM γλαφυρότης) [γλαφυρός] η ιδιότητα τού γλαφυρού … Dictionary of Greek
γλαφυρότητα — γλαφυρία elegance fem acc sg γλαφυρότης subtlety fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρότητας — γλαφυρία elegance fem acc pl γλαφυρότης subtlety fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρότητι — γλαφυρία elegance fem dat sg γλαφυρότης subtlety fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρότητος — γλαφυρία elegance fem gen sg γλαφυρότης subtlety fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)