- γλαφυρία
γλαφυρία, ἡ, Glätte, Feinheit, von Marmor, Plut. Poplic. 15 Pyrrh. 8; übertr., καὶ πιϑανότης adv. St. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλαφυρία, ἡ, Glätte, Feinheit, von Marmor, Plut. Poplic. 15 Pyrrh. 8; übertr., καὶ πιϑανότης adv. St. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλαφυρία — γλαφυρία, η (Α) [γλαφυρός] 1. στιλπνότητα, λειότητα 2. (στα μαθηματικά) σαφήνεια 3. (για το ύφος) η γλαφυρότητα* … Dictionary of Greek
γλαφυρίας — γλαφυρίᾱς , γλαφυρία elegance fem acc pl γλαφυρίᾱς , γλαφυρία elegance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρίαν — γλαφυρίᾱν , γλαφυρία elegance fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρότητα — γλαφυρία elegance fem acc sg γλαφυρότης subtlety fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρότητας — γλαφυρία elegance fem acc pl γλαφυρότης subtlety fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρότητι — γλαφυρία elegance fem dat sg γλαφυρότης subtlety fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρότητος — γλαφυρία elegance fem gen sg γλαφυρότης subtlety fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)