γλαφυρός

γλαφυρός

γλαφυρός (γλάφω, γλύφω), ausgehöhlt, hohl, eigentl. von künstlicher Höhlung, γλαφυρὴ νηῦς Od. 4, 356, γλαφυραὶ νέες Iliad. 2, 516, φόρμιγξ Od. 8, 257. 17, 262. 22, 340, die bauchig gewölbte; von natürlichen Höhlungen, ἐν σπῆι γλαφυρῷ Iliad. 18, 402, ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι Od. 9, 114. 1, 15, πέτρης ἐκ γλαφυρῆς Iliad. 2, 88, πέτρῃ ὕπο γλαφυρῇ Od. 14, 533, ἐν λιμένι γλαφυρῷ, ein tiefliegender, von Felsen umgebener Hafen, oder auch nur ein sich in's Land hineinerstreckender, eine hohle Bucht, Odyss. 12, 305. Zenodot las Iliad. 11, 480 ἐν νέμεϊ γλαφυρῷ statt ἐν νέμεϊ σκιερῷ, Scholl. Aristonic. ἐν νέμεϊ σκιερῷ: ἡ διπλῆ, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει γλαφυρῷ. τοῦτο δὲ σπηλαίῳ ἢ ἄντρῳ οἰκεῖον, νομὰς δὲ ἔχοντι συνδένδρῳ τόπῳ ἀνάρμοστον, vgl. Sengebusch Aristonic. p. 13. – Hesiod. Th. 297 σπῆι ἔνι γλαφυρῷ; ἅρματα Pind. N. 9, 28; sp. D., z. B. χϑών Agath. (VII, 578). Uebh. behauen, dah. geglättet, polirt, sein; κηρίον Arist. H. A. 4, 11, u. öfter; übertr., ὦ γλαφυρώτατε Ar. Av. 1272 neben σοφώτατε; so bes. nen Arist. an häufig; Plut. vrbdt βίος γλ. καὶ ἀστεῖος Mar. 3; vgl. εἴ τι κομψὸν ἢ σοφὸν ἢ γλαφυρὸν οἶσϑα τῶν σεαυτοῦ πραγμάτων Dionys. com. Ath. VIII, 381 c (v. 2); σοφῶς ταῦτ' οἰκονομήσω καὶ γλαφυρῶς καὶ ποικίλως Alex. ib. III, 107 a (v. 20); βουλόμενος εἶναι γλ. ἀστεῖός ϑ' ἅμα Macho Ath. XIII, 579 b; χείρ, kunstgeübte Hand, Theocr. ep. 7 (VI, 337); Χαρώνδας Arist. Pol. 2, 12; τὸ γλαφυρόν, die Feinheit, Eleganz, Plut. Marc. 14; διατριβαί Cim. 3; γλαφυρὸν μειδιᾶν, μελωδεῖν, Luc. D. D. 20, 11. 7, 4; δειπνάριον Diphil. Ath. IV, 156 f; ἐμβαμμάτια Anaxipp. ib. IX, 404 (v. 35). Auch adv., z. B. ἔχειν Arist. pol. 2, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γλαφυρός — hollow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρός — ή, ό (AM γλαφυρός, ά, όν) (για το ύφος) κομψός, χαριτωμένος στην έκφραση αρχ. 1. ο κοίλος (α. «ἐν νηυσὶ γλαφυρῆσι», Όμ. β. «τὰ γλαφυρὰ τῆς γῆς») 2. (για πράγματα) στιλπνός, λείος 3. νόστιμος, γευστικός 4. (για πρόσωπα και πράγματα) ακριβής… …   Dictionary of Greek

  • γλαφυρός — ή, ό επίρρ. ά κομψός, ευχάριστος, χαριτωμένος: Γλαφυρό ύφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλαφυρά — γλαφυρός hollow neut nom/voc/acc pl γλαφυρά̱ , γλαφυρός hollow fem nom/voc/acc dual γλαφυρά̱ , γλαφυρός hollow fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρώτερον — γλαφυρός hollow adverbial comp γλαφυρός hollow masc acc comp sg γλαφυρός hollow neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρωτάτων — γλαφυρός hollow fem gen superl pl γλαφυρός hollow masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρωτέρων — γλαφυρός hollow fem gen comp pl γλαφυρός hollow masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρῶν — γλαφυρός hollow fem gen pl γλαφυρός hollow masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρόν — γλαφυρός hollow masc acc sg γλαφυρός hollow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρώτατα — γλαφυρός hollow adverbial superl γλαφυρός hollow neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρώτατον — γλαφυρός hollow masc acc superl sg γλαφυρός hollow neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”