κλαυθμός

κλαυθμός

κλαυθμός, , das Weinen, Wehklagen; Il. 24, 717; Od. öfters; παύεσϑον κλαυϑμοῖο γόοιό τε Od. 21, 228; καὶ στοναχή Od. 22, 501; καταϑάψωμεν οὐχ ὑπὸ κλαυϑμῶν Aesch. Ag. 1533; auch in Prosa, παίδων Arist. polit. 7, 17; Plut. Pericl. 36.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλαυθμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαυθμός — ο (AM κλαυθμός, Μ και κλαθμός, κλαυμός, κλαημός, κλιαμός) κλάμα, κλάψιμο, θρήνος («κλαυθμὸς ἅμα διὰ πάντων ἐχώρει καὶ πολὺς οἶκτος ἦν», Πλούτ.) νεοελλ. (συν. στη φρ.) «κλαυθμός και οδυρμός» γοερός θρήνος για μεγάλη συμφορά νεοελλ. μσν. έντονο… …   Dictionary of Greek

  • κλαυθμοῖο — κλαυθμός masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαυθμοῖς — κλαυθμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαυθμοῖσι — κλαυθμός masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαυθμοί — κλαυθμός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαυθμοῦ — κλαυθμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαυθμούς — κλαυθμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαυθμῶν — κλαυθμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαυθμῷ — κλαυθμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαυθμόν — κλαυθμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”