κλαυθμύρισμα, τό, = Folgdm, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλαυθμύρισμα — το (Α κλαυθμύρισμα) [κλαυθμυρίζω] κλαυθμυρισμός* … Dictionary of Greek