- γλαυκίσκος
γλαυκίσκος, ὁ, ein bläulicher Fisch, Arist. H. A. 8, 30; Asclep. 28 (V, 185); öfter bei Ath. aus com.; aber II, 62 d eine Pflanze, s. γλαύκιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλαυκίσκος, ὁ, ein bläulicher Fisch, Arist. H. A. 8, 30; Asclep. 28 (V, 185); öfter bei Ath. aus com.; aber II, 62 d eine Pflanze, s. γλαύκιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλαυκίσκος — γλαυκίσκος, ο (Α) 1. ονομασία ψαριού με γλαυκό χρώμα 2. το φυτό γλαύκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαύκος, με τη σημ. 1 και < γλαυκός, με τη σημ. 2] … Dictionary of Greek
γλαυκίσκος — plant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκίσκον — γλαυκίσκος plant masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκίσκους — γλαυκίσκος plant masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκίσκῳ — γλαυκίσκος plant masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek