κονυζίτης

κονυζίτης

κονυζίτης, ὁ, οἶνος, mit κόνυζα abgezogener Wein, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κονυζίτης — κονυζίτης, ὁ (ΑM) (για οίνο) αυτός που έχει παρασκευαστεί από κόνυζα, αυτός που περιέχει κόνυζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνυζα + κατάλ. ίτης (πρβλ. θαλασσ ίτης, ρητιν ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • κονυζίτης — flavoured with masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύκονος — εὔκονος, ον (Α) (ενν. άρτος) άρτος κατασκευασμένος από πίτουρα («τὸν πιτυρίτην ἄρτον, ὅν εὔκονον ὀνομάζουσι», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κονος αμφίβολης προελεύσεως. Η σύνδεση με το κονή «φόνος» (< καίνω «σκοτώνω») δεν ευσταθεί σημασιολογικώς …   Dictionary of Greek

  • κόνυζα — η (ΑM κόνυζα και κνύζα) ονομασία, κοινή σήμερα, τού φυτού Ιnula graveolens τού γένους ίνουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν αρχικός είναι ο τ. κνύζα, θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρχ. νορβ. hnukr «δυνατή οσμή» και να αναχθεί στην ίδια ΙΕ ρίζα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”