- γονυ-κλινής
γονυ-κλινής, ές, kniebeugend, Schol. Il. 9, 502; K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γονυ-κλινής, ές, kniebeugend, Schol. Il. 9, 502; K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γονυκλινής — ές (AM γονυκλινής, ές) ο γονατιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + κλινής < κλίνω (πρβλ. επικλινής, κατακλινής)] … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
κεφαλοκλινώ — κεφαλοκλινῶ, έω (Μ) κλίνω, γέρνω το κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κλινῶ (< κλίνης < κλίνω «ρέπω», πρβλ. γονυ κλινώ, ετερο κλινώ] … Dictionary of Greek