κλωνάριον

κλωνάριον

κλωνάριον, τό, dasselbe, Schol. Nic. Ther. 665.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλωνάριον — twig neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωναρίοις — κλωνάριον twig neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωναρίων — κλωνάριον twig neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωναρίῳ — κλωνάριον twig neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωνάρια — κλωνάριον twig neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωνάρι — Βλ. λ. κλάδος. * * * το, (ΑΜ κλωνάριον, Μ και κλωνάρι και κλωνάριν) μικρό κλαδί ή τρυφερός βλαστός («το σπαθί του εκρέμασεν εισέ δεντρού κλωνάρι», Ερωτόκρ.) νεοελλ. μσν. μτφ. απόγονος, τέκνο κυρίως ευγενούς καταγωγής («ήρχισε κ εμεγάλωνε το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”