- κλωμακόεις
κλωμακόεις, εσσα, εν, steinig, felsig, Ἰϑώμη Il. 2, 729.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλωμακόεις, εσσα, εν, steinig, felsig, Ἰϑώμη Il. 2, 729.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλωμακόεις — κλωμακόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος πέτρες, τραχύς, πετρώδης («Ἰθώμην κλωμακόεσσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶμαξ, κος «σωρός από πέτρες» + κατάλ. όεις (πρβλ. δαιδαλ όεις, κυματ όεις)] … Dictionary of Greek
κλωμακόεν — κλωμακόεις stony masc voc sg κλωμακόεις stony neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωμακόεσσαν — κλωμακόεις stony fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)