- κλωνίτης
κλωνίτης, ὁ, ästig, πρέμνος, Hdn. Epimer. 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλωνίτης, ὁ, ästig, πρέμνος, Hdn. Epimer. 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλωνίτης — κλωνίτης, ὁ (Α) [κλων] αυτός που έχει κλώνους («κλωνίτης πρέμνος» στέλεχος, κλαδί ή κορμός με κλώνους) … Dictionary of Greek
κλωνίτης — with branches masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλώνος — Βλ. λ. κλάδος. * * * ὁ (AM κλών, ωνός, Μ και κλώνος) κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.) νεοελλ. βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς… … Dictionary of Greek