- ζοφ-ώδης
ζοφ-ώδης, ες, dunkel, Hdn. 1, 8, 12; νέκυς Crinag. 36 (VII,380).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζοφ-ώδης, ες, dunkel, Hdn. 1, 8, 12; νέκυς Crinag. 36 (VII,380).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευώδης — ες (ΑΜ εὐώδης, ες) αυτός που αποπνέει ευχάριστη μυρωδιά, εύοσμος, μυρωδάτος, μοσχομυρισμένος («εὐῶδες ἔλαιον», Ομ. Ιλ.). επίρρ... εὐωδῶς (Μ) με ωραία, γλυκιά μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ωδης (< όζω < *όδ jω) τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη… … Dictionary of Greek
ζεφυρώδης — ζεφυρώδης, ες (Μ) με δυτικό ευνοϊκό άνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + κατάλ. ώδης, πρβλ. ζοφ ώδης, νευρ ώδης] … Dictionary of Greek
ζυμώδης — ζυμώδης, ες (Α) όμοιος με ζύμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύμη + ώδης (πρβλ. ζοφ ώδης, ω ώδης)] … Dictionary of Greek
θειώδης — (I) θειώδης, ῶδες (Μ) [θείος (Ι)] αυτός που μοιάζει με τον θεό. επίρρ... θειωδώς (AM, Α παπ. και θειώδως) με θείο τρόπο, θεϊκά αρχ. με αυτοκρατορικό διάταγμα. (II) ες (Α θειώδης, ῶδες) 1. αυτός που μοιάζει με θειάφι («θειώδους οσμῆς», Στράβ.) 2.… … Dictionary of Greek
καμπυλώδης — καμπυλώδης, ες (Μ) (για τα φρύδια) καμπυλοειδής, καμαρωτός, αμυγδαλωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + κατάλ. ώδης (πρβλ. ζοφ ώδης, τρομ ώδης)] … Dictionary of Greek