κηφήνιον

κηφήνιον

κηφήνιον, τό (dim. zum Vorigen, kleine Drohne, od. junge Brut der Drohnen), die Drohnenzelle, Arist. H. A. 9, 40 A.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κηφήνια — κηφήνιον drone s grub neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηφήνας — ο (Α κηφήν, ῆνος) 1. η αρσενική μέλισσα («τὰς μὲν μελίττας εἰσδύεσθαι, τοὺς δὲ κηφῆνας μή, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς μείζους», Αριστοτ.) 2. μτφ. άνθρωπος οκνηρός και άεργος που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτο νεοελλ. ζωολ. μέλος μιας κάστας… …   Dictionary of Greek

  • κηφήνιο — το (Α κηφήνιον) κηφήνας σε εμβρυακό στάδιο αρχ. η κυψέλη του κηφήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηφήν + υποκορ. κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”