- κοχυδέω
κοχυδέω, s. das Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοχυδέω, s. das Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοχυδέω — (Α) ρέω άφθονα, χύνομαι («ποταμοὶ κοχυδοῡντες», Φερεκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως από τη μηδενισμένη βαθμίδα χυ τής ρίζας τού χέω με εκφραστικό αναδιπλασιασμό και με πιθ. επίδρ. τής λ. χύδην. Ομοίως και τα κοχύζω, κοχύω] … Dictionary of Greek
κοχυδεῖν — κοχυδέω stream forth copiously pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχυδοῦντες — κοχυδέω stream forth copiously pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχύδεσκεν — κοχυδέω stream forth copiously imperf ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχύζω — (Α.) κοχυδέω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοχυδέω] … Dictionary of Greek
κοχύω — (Α) κοχυδέω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοχυδέω] … Dictionary of Greek